- ὀστρέων
- ὄστρεονoysterneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οστρεοκόμος — ο αυτός που ασχολείται με την οστρεοκομία, εκτροφέας οστρέων, οστρεοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρεον «στρείδι» + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο κόμος] … Dictionary of Greek
οστρεοτροφία — η οστρεοκομία, κλάδος τής ζωοτεχνίας που ασχολείται με την παραγωγή τών οστρέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρεον «στρείδι» + τροφία (< τρόφος < τρέφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Δ. Σταματιάδη, ενώ η λ. οστρεοτρόφος* είναι μεταγενέστερη] … Dictionary of Greek